Η Θεία Ευχαριστία δεν είναι απλώς ένα από τα επτά μυστήρια της Εκκλησίας μας, αλλά είναι το κατ΄ εξοχήν μυστήριο της Εκκλησίας μας, είναι το μυστήριο των μυστηρίων. Κάθε μέρα οι άνθρωποι κάνουν πολλά και διάφορα έργα. Μα το πιο σπουδαίο και το πιο μεγάλο που γίνεται στον κόσμο είναι η Θεία Λειτουργία, η συνέχιση του Μυστικού Δείπνου που τέλεσε ο Χριστός. Αυτό είναι ένα μοναδικό προνόμιο που έδωσε ο Θεός μόνο στους ανθρώπους, καθώς ούτε οι άγιοι Άγγελοι μπορούν να τελέσουν την θεία Λειτουργία.Λειτουργία θα πει δημόσιο έργο, δηλ. έργο για το λαό του Θεού, που γίνεται για το λαό και από το λαό. Δεν λειτουργούν μόνοι τους οι Ιερείς της Εκκλησίας αλλά κάθε φορά ο λαός του Θεού, μαζί με τους Ιερείς, που έχουν τη χάρη της ιεροσύνης, τελούν την Θεία Λειτουργία, συνιερουργούν. Το μυστήριο της Ευχαριστίας το σύνεστησε ο Κύριός μας το τελευταίο βράδυ της επιγείου παρουσίας Του στη διάρκεια του Μυστικού Δείπνου.
Όταν έλαβε στα χέρια Του το ψωμί, το ευλόγησε και το μοίρασε στους μαθητές Του, λέγοντας «λάβετε φάγετε, τούτο μου εστί το σώμα …» (Ματθ. 26, 26), και μετά έλαβε στα χέρια Του το ποτήρι με το κρασί, το ευλόγησε και το πρόσφερε να πιούν οι μαθητές λέγοντας «πίετε εξ αυτού πάντες, τούτο εστί το αίμα μου…» (Ματθ. 26 , 28). Τα ιερά λόγια συμπλήρωσε ο Κύριός μας με την βαρυσήμαντη προτροπή «τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν» (Λουκά 22, 12). Η θ. Ευχαριστία τελείται στο όνομα του κανονικού επιχωρίου επισκόπου.Ευχαριστία που δεν τελείται στο όνομα του δεν έχει σωστικά αποτελέσματα. Γι΄ αυτό σε κάθε θ. Ευχαριστία που δεν παρίσταται ο επίσκοπος, ο Ιερέας οφείλει να μνημονεύσει το όνομά του κι ακόμη να χρησιμοποιήσει το «αντιμήνσιο» με την υπογραφή και την ευλογία του επισκόπου.Ακόμα η θ. Ευχαριστία πρέπει να τελείται από κανονικό Ιερέα, που έχει κανονική ιεροσύνη (τον Ιερέα της ενορίας μας) και με την παρουσία, τη συμμετοχή του λαού.
Η Εκκλησία προσεύχεται για όλο τον κόσμο, τελεί όμως το κατ’ εξοχήν Μυστήριο της, τη Θεία Λειτουργία, μόνο για τους πιστούς. Μόνο οι βαπτισμένοι δικαιούνται να συμμετάσχουν στη Θ. Ευχαριστία. Ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος τονίζει «γνωρίζω ότι πολλοί από μας πλησιάζουν την Ιερή αυτή τράπεζα εξ αιτίας της συνήθειας αυτής της εορτής. Θα έπρεπε βέβαια να μην ξεχωρίζουμε τις εορτές όταν χρειάζεται να κοινωνήσουμε, αλλά να καθαρίζουμε τη συνείδηση και μετά να πλησιάζουμε τη Ιερή θυσία». Συμμετέχουμε στη Θ. Λειτουργία μόνο όσοι πιστεύουμε στη Αγία Τριάδα, με ορθόδοξο τρόπο. Γι΄ αυτό και κάνουμε προηγουμένως την ομολογία της πίστεως με την απαγγελία του συμβόλου της πίστεως, του «πιστεύω», που είναι προϋπόθεση της συμμετοχής μας στο κοινό ποτήριο.Άλλη προϋπόθεση συμμετοχής στη Θ. Λειτουργία και ιδιαίτερα στη θεία Κοινωνία είναι η αγάπη, η καταλλαγή και η συγχωρητικότητα. Ο Κύριος λέγει «εάν όταν πας να προσφέρεις το δώρο σου στο θυσιαστήριο, και εκεί θυμηθείς ότι ο αδελφός σου έχει κάτι με σένα, άσε το δώρο σου μπροστά στο θυσιαστήριο, και πήγαινε πρώτα να συμφιλιωθείς μα το αδελφό σου και τότε έλα να προσφέρεις το δώρο σου» (Ματθ. 5 23-24). Γι΄ αυτό και πριν την αγία Αναφορά, δηλ. πριν την ευλογία του άρτου και του κρασιού και τη μεταβολή τους σε Σώμα και Αίμα Χριστού, δίδεται σε όλους μας το παράγγελμα «αγαπήσωμεν αλλήλους ίνα εν ομονοία ομολογήσωμεν».
Η συμμετοχή μας στη θεία Κοινωνία. Πόσο συχνά πρέπει να κοινωνούμε;
Η συχνή θ κοινωνία είναι δικαίωμα αλλά και καθήκον κάθε συνειδητού χριστιανού, ύστερα βέβαια από την κατάλληλη προετοιμασία. Στα αρχαία χρόνια οι χριστιανοί κοινωνούσαν καθημερινώς, όπως μας πληροφορούν οι «Πράξεις των Αποστόλων», ένα από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Αργότερα, κατά τον 4ον αιώνα, ο Μέγας Βασίλειος γράφει ότι οι χριστιανοί επί των ημερών του κοινωνούν τέσσερις φορές την εβδομάδα, δηλ. κάθε Κυριακή, Τέταρτη, Παρασκευή και Σάββατο (επιστολή 39). Και ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, πολλούς αιώνες μετά, καθορίζει να κοινωνούν συχνά οι πιστοί. Δεν είναι λοιπόν σωστή η γνώμη και η τακτική αρκετών χριστιανών σήμερα, που ισχυρίζονται ότι πρέπει να κοινωνούν μία ή δύο φορές το χρόνο. Η θ. Λειτουργία τελείται κάθε φορά για να κοινωνούν οι πιστοί και όλα τα πνευματικά αθλήματα, η εξομολόγηση, η νηστεία, η προσευχή, ο πνευματικός εν γένει αγώνας κάθε πιστού, στόχο έχει την κορυφαία στιγμή της θ. Λειτουργίας, που δεν είναι άλλη από το «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε».
Πόσο να νηστεύουμε πριν κοινωνήσουμε;
Το θέμα της νηστείας πριν από τη θ. Κοινωνία απασχολεί πολλούς χριστιανούς και περιβάλλεται από μεγάλη σύγχυση. Ο καθένας έχει την γνώμη του, που την πιστεύει, και πολλές φορές δεν θέλει να την αποχωριστεί, ακόμα και όταν είναι λανθασμένη.Οι ιεροί κανόνες της Εκκλησίας μας δεν επιβάλουν νηστεία προ της θείας Κοινωνίας, όμως και δεν την απαγορεύουν. Επομένως, αν κάποιος θέλει να νηστεύει πριν κοινωνήσει, αυτό φυσικά δεν απαγορεύεται.Όμως το καλύτερο για τα θέματα αυτά είναι να ζητούμε την γνώμη του ειδικού, του Ιερέα-Πνευματικού. Θα πρέπει βέβαια να κάνουμε την εξής διευκρίνιση: Οι χριστιανοί που τηρούν τις καθιερωμένες από την Εκκλησία νηστείες όλο το χρόνο, που εξομολογούνται και αγωνίζονται να ζουν χριστοκεντρικά, μπορούν να κοινωνούν
–πάντοτε με τη σύμφωνη γνώμη του Πνευματικού τους
– χωρίς ιδιαίτερη νηστεία.
Συνηθίζεται η αποχή αφ΄ εσπέρας αρτύσιμης τροφής, σε καθέναν που την επόμενη ημέρα θα κοινωνήσει.